υποκινούμαι

υποκινούμαι
υποκινούμαι, υποκινήθηκα, υποκινημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσστασιάζω — Α (κυρίως το παθ.) προσστασιάζομαι υποκινούμαι και εγώ επίσης σε στάση, σε εξέγερση …   Dictionary of Greek

  • υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”